Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποσκόλιος
ὑπόσκοπος
ὑποσκότεινος
ὑποσκότιος
ὑποσκύφιος
ὑποσκυφισμός
ὑποσκώπτω
ὑποσμαραγέω
ὑποσμήχω
ὕποσμος
ὑποσμύχω
ὑποσοβέω
ὑποσόλοικος
ὑπόσομφος
ὑποσορικόν
ὑποσόριον
ὑπόσοφος
ὑποσπαδίας
ὑποσπαθίζομαι
ὑποσπαθισμός
ὑποσπαθιστήρ
View word page
ὑποσμύχω
cause to smoulder away, consume slowly
ShortDef
cause to smoulder away, consume slowly
Debugging
Headword:
ὑποσμύχω
Headword (normalized):
ὑποσμύχω
Headword (normalized/stripped):
υποσμυχω
IDX:
92480
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92481
Key:
Data
{'content': 'cause to smoulder away, consume slowly'}