Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποσκληρύνομαι
ὑπόσκνιπος
ὑποσκόλιος
ὑπόσκοπος
ὑποσκότεινος
ὑποσκότιος
ὑποσκύφιος
ὑποσκυφισμός
ὑποσκώπτω
ὑποσμαραγέω
ὑποσμήχω
ὕποσμος
ὑποσμύχω
ὑποσοβέω
ὑποσόλοικος
ὑπόσομφος
ὑποσορικόν
ὑποσόριον
ὑπόσοφος
ὑποσπαδίας
ὑποσπαθίζομαι
View word page
ὑποσμήχω
rub
ShortDef
rub
Debugging
Headword:
ὑποσμήχω
Headword (normalized):
ὑποσμήχω
Headword (normalized/stripped):
υποσμηχω
IDX:
92478
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92479
Key:
Data
{'content': 'rub'}