Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποσκιρτάω
ὑπόσκληρος
ὑποσκληρύνομαι
ὑπόσκνιπος
ὑποσκόλιος
ὑπόσκοπος
ὑποσκότεινος
ὑποσκότιος
ὑποσκύφιος
ὑποσκυφισμός
ὑποσκώπτω
ὑποσμαραγέω
ὑποσμήχω
ὕποσμος
ὑποσμύχω
ὑποσοβέω
ὑποσόλοικος
ὑπόσομφος
ὑποσορικόν
ὑποσόριον
ὑπόσοφος
View word page
ὑποσκώπτω
banter

ShortDef

banter

Debugging

Headword:
ὑποσκώπτω
Headword (normalized):
ὑποσκώπτω
Headword (normalized/stripped):
υποσκωπτω
IDX:
92476
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92477
Key:

Data

{'content': 'banter'}