Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποσκήνιον
ὑποσκηνόω
ὑποσκιάζω
ὑποσκίασις
ὑποσκιάω
ὑποσκιόεις
ὑπόσκιος
ὑποσκιρτάω
ὑπόσκληρος
ὑποσκληρύνομαι
ὑπόσκνιπος
ὑποσκόλιος
ὑπόσκοπος
ὑποσκότεινος
ὑποσκότιος
ὑποσκύφιος
ὑποσκυφισμός
ὑποσκώπτω
ὑποσμαραγέω
ὑποσμήχω
ὕποσμος
View word page
ὑπόσκνιπος
somewhat shortsighted

ShortDef

somewhat shortsighted

Debugging

Headword:
ὑπόσκνιπος
Headword (normalized):
ὑπόσκνιπος
Headword (normalized/stripped):
υποσκνιπος
IDX:
92469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92470
Key:

Data

{'content': 'somewhat shortsighted'}