Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποσκευή
ὑποσκήνιον
ὑποσκηνόω
ὑποσκιάζω
ὑποσκίασις
ὑποσκιάω
ὑποσκιόεις
ὑπόσκιος
ὑποσκιρτάω
ὑπόσκληρος
ὑποσκληρύνομαι
ὑπόσκνιπος
ὑποσκόλιος
ὑπόσκοπος
ὑποσκότεινος
ὑποσκότιος
ὑποσκύφιος
ὑποσκυφισμός
ὑποσκώπτω
ὑποσμαραγέω
ὑποσμήχω
View word page
ὑποσκληρύνομαι
become hardish

ShortDef

become hardish

Debugging

Headword:
ὑποσκληρύνομαι
Headword (normalized):
ὑποσκληρύνομαι
Headword (normalized/stripped):
υποσκληρυνομαι
IDX:
92468
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92469
Key:

Data

{'content': 'become hardish'}