Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποσκέπτομαι
ὑποσκευάζω
ὑποσκευή
ὑποσκήνιον
ὑποσκηνόω
ὑποσκιάζω
ὑποσκίασις
ὑποσκιάω
ὑποσκιόεις
ὑπόσκιος
ὑποσκιρτάω
ὑπόσκληρος
ὑποσκληρύνομαι
ὑπόσκνιπος
ὑποσκόλιος
ὑπόσκοπος
ὑποσκότεινος
ὑποσκότιος
ὑποσκύφιος
ὑποσκυφισμός
ὑποσκώπτω
View word page
ὑποσκιρτάω
leap up

ShortDef

leap up

Debugging

Headword:
ὑποσκιρτάω
Headword (normalized):
ὑποσκιρτάω
Headword (normalized/stripped):
υποσκιρταω
IDX:
92466
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92467
Key:

Data

{'content': 'leap up'}