Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποσκελισμός
ὑποσκεπάω
ὑποσκέπτομαι
ὑποσκευάζω
ὑποσκευή
ὑποσκήνιον
ὑποσκηνόω
ὑποσκιάζω
ὑποσκίασις
ὑποσκιάω
ὑποσκιόεις
ὑπόσκιος
ὑποσκιρτάω
ὑπόσκληρος
ὑποσκληρύνομαι
ὑπόσκνιπος
ὑποσκόλιος
ὑπόσκοπος
ὑποσκότεινος
ὑποσκότιος
ὑποσκύφιος
View word page
ὑποσκιόεις
overshadowed, shaded

ShortDef

overshadowed, shaded

Debugging

Headword:
ὑποσκιόεις
Headword (normalized):
ὑποσκιόεις
Headword (normalized/stripped):
υποσκιοεις
IDX:
92464
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92465
Key:

Data

{'content': 'overshadowed, shaded'}