Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποσκέλισμα
ὑποσκελισμός
ὑποσκεπάω
ὑποσκέπτομαι
ὑποσκευάζω
ὑποσκευή
ὑποσκήνιον
ὑποσκηνόω
ὑποσκιάζω
ὑποσκίασις
ὑποσκιάω
ὑποσκιόεις
ὑπόσκιος
ὑποσκιρτάω
ὑπόσκληρος
ὑποσκληρύνομαι
ὑπόσκνιπος
ὑποσκόλιος
ὑπόσκοπος
ὑποσκότεινος
ὑποσκότιος
View word page
ὑποσκιάω
overshadow gradually

ShortDef

overshadow gradually

Debugging

Headword:
ὑποσκιάω
Headword (normalized):
ὑποσκιάω
Headword (normalized/stripped):
υποσκιαω
IDX:
92463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92464
Key:

Data

{'content': 'overshadow gradually'}