Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποσκαφιόκαρτος
ὑποσκελίζω
ὑποσκέλισμα
ὑποσκελισμός
ὑποσκεπάω
ὑποσκέπτομαι
ὑποσκευάζω
ὑποσκευή
ὑποσκήνιον
ὑποσκηνόω
ὑποσκιάζω
ὑποσκίασις
ὑποσκιάω
ὑποσκιόεις
ὑπόσκιος
ὑποσκιρτάω
ὑπόσκληρος
ὑποσκληρύνομαι
ὑπόσκνιπος
ὑποσκόλιος
ὑπόσκοπος
View word page
ὑποσκιάζω
overshadow gradually

ShortDef

overshadow gradually

Debugging

Headword:
ὑποσκιάζω
Headword (normalized):
ὑποσκιάζω
Headword (normalized/stripped):
υποσκιαζω
IDX:
92461
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92462
Key:

Data

{'content': 'overshadow gradually'}