Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποσκαφή
ὑποσκαφιόκαρτος
ὑποσκελίζω
ὑποσκέλισμα
ὑποσκελισμός
ὑποσκεπάω
ὑποσκέπτομαι
ὑποσκευάζω
ὑποσκευή
ὑποσκήνιον
ὑποσκηνόω
ὑποσκιάζω
ὑποσκίασις
ὑποσκιάω
ὑποσκιόεις
ὑπόσκιος
ὑποσκιρτάω
ὑπόσκληρος
ὑποσκληρύνομαι
ὑπόσκνιπος
ὑποσκόλιος
View word page
ὑποσκηνόω
take shelter under

ShortDef

take shelter under

Debugging

Headword:
ὑποσκηνόω
Headword (normalized):
ὑποσκηνόω
Headword (normalized/stripped):
υποσκηνοω
IDX:
92460
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92461
Key:

Data

{'content': 'take shelter under'}