Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπόσκαμβος
ὑποσκάπτω
ὑποσκαριφισμός
ὑποσκαφή
ὑποσκαφιόκαρτος
ὑποσκελίζω
ὑποσκέλισμα
ὑποσκελισμός
ὑποσκεπάω
ὑποσκέπτομαι
ὑποσκευάζω
ὑποσκευή
ὑποσκήνιον
ὑποσκηνόω
ὑποσκιάζω
ὑποσκίασις
ὑποσκιάω
ὑποσκιόεις
ὑπόσκιος
ὑποσκιρτάω
ὑπόσκληρος
View word page
ὑποσκευάζω
repair
ShortDef
repair
Debugging
Headword:
ὑποσκευάζω
Headword (normalized):
ὑποσκευάζω
Headword (normalized/stripped):
υποσκευαζω
IDX:
92457
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92458
Key:
Data
{'content': 'repair'}