Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποσκαίρω
ὑποσκαλεύω
ὑποσκαλμίς
ὑπόσκαμβος
ὑποσκάπτω
ὑποσκαριφισμός
ὑποσκαφή
ὑποσκαφιόκαρτος
ὑποσκελίζω
ὑποσκέλισμα
ὑποσκελισμός
ὑποσκεπάω
ὑποσκέπτομαι
ὑποσκευάζω
ὑποσκευή
ὑποσκήνιον
ὑποσκηνόω
ὑποσκιάζω
ὑποσκίασις
ὑποσκιάω
ὑποσκιόεις
View word page
ὑποσκελισμός
tripping up, supplanting

ShortDef

tripping up, supplanting

Debugging

Headword:
ὑποσκελισμός
Headword (normalized):
ὑποσκελισμός
Headword (normalized/stripped):
υποσκελισμος
IDX:
92454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92455
Key:

Data

{'content': 'tripping up, supplanting'}