Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόσκαιος
ὑποσκαίρω
ὑποσκαλεύω
ὑποσκαλμίς
ὑπόσκαμβος
ὑποσκάπτω
ὑποσκαριφισμός
ὑποσκαφή
ὑποσκαφιόκαρτος
ὑποσκελίζω
ὑποσκέλισμα
ὑποσκελισμός
ὑποσκεπάω
ὑποσκέπτομαι
ὑποσκευάζω
ὑποσκευή
ὑποσκήνιον
ὑποσκηνόω
ὑποσκιάζω
ὑποσκίασις
ὑποσκιάω
View word page
ὑποσκέλισμα
fall given by tripping up

ShortDef

fall given by tripping up

Debugging

Headword:
ὑποσκέλισμα
Headword (normalized):
ὑποσκέλισμα
Headword (normalized/stripped):
υποσκελισμα
IDX:
92453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92454
Key:

Data

{'content': 'fall given by tripping up'}