Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποσιωπάω
ὑποσιώπησις
ὑποσιωπητέον
ὑποσκάζω
ὑπόσκαιος
ὑποσκαίρω
ὑποσκαλεύω
ὑποσκαλμίς
ὑπόσκαμβος
ὑποσκάπτω
ὑποσκαριφισμός
ὑποσκαφή
ὑποσκαφιόκαρτος
ὑποσκελίζω
ὑποσκέλισμα
ὑποσκελισμός
ὑποσκεπάω
ὑποσκέπτομαι
ὑποσκευάζω
ὑποσκευή
ὑποσκήνιον
View word page
ὑποσκαριφισμός
scraping lightly

ShortDef

scraping lightly

Debugging

Headword:
ὑποσκαριφισμός
Headword (normalized):
ὑποσκαριφισμός
Headword (normalized/stripped):
υποσκαριφισμος
IDX:
92449
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92450
Key:

Data

{'content': 'scraping lightly'}