Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποσιμόω
ὑποσιωπάω
ὑποσιώπησις
ὑποσιωπητέον
ὑποσκάζω
ὑπόσκαιος
ὑποσκαίρω
ὑποσκαλεύω
ὑποσκαλμίς
ὑπόσκαμβος
ὑποσκάπτω
ὑποσκαριφισμός
ὑποσκαφή
ὑποσκαφιόκαρτος
ὑποσκελίζω
ὑποσκέλισμα
ὑποσκελισμός
ὑποσκεπάω
ὑποσκέπτομαι
ὑποσκευάζω
ὑποσκευή
View word page
ὑποσκάπτω
to dig under
ShortDef
to dig under
Debugging
Headword:
ὑποσκάπτω
Headword (normalized):
ὑποσκάπτω
Headword (normalized/stripped):
υποσκαπτω
IDX:
92448
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92449
Key:
Data
{'content': 'to dig under'}