Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποσιγάω
ὑποσίδηρος
ὑποσιδηρόω
ὑπόσιμος
ὑποσιμόω
ὑποσιωπάω
ὑποσιώπησις
ὑποσιωπητέον
ὑποσκάζω
ὑπόσκαιος
ὑποσκαίρω
ὑποσκαλεύω
ὑποσκαλμίς
ὑπόσκαμβος
ὑποσκάπτω
ὑποσκαριφισμός
ὑποσκαφή
ὑποσκαφιόκαρτος
ὑποσκελίζω
ὑποσκέλισμα
ὑποσκελισμός
View word page
ὑποσκαίρω
spring

ShortDef

spring

Debugging

Headword:
ὑποσκαίρω
Headword (normalized):
ὑποσκαίρω
Headword (normalized/stripped):
υποσκαιρω
IDX:
92444
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92445
Key:

Data

{'content': 'spring'}