Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποσημείωσις
ὑποσήπω
ὑποσιγάω
ὑποσίδηρος
ὑποσιδηρόω
ὑπόσιμος
ὑποσιμόω
ὑποσιωπάω
ὑποσιώπησις
ὑποσιωπητέον
ὑποσκάζω
ὑπόσκαιος
ὑποσκαίρω
ὑποσκαλεύω
ὑποσκαλμίς
ὑπόσκαμβος
ὑποσκάπτω
ὑποσκαριφισμός
ὑποσκαφή
ὑποσκαφιόκαρτος
ὑποσκελίζω
View word page
ὑποσκάζω
to halt a little
ShortDef
to halt a little
Debugging
Headword:
ὑποσκάζω
Headword (normalized):
ὑποσκάζω
Headword (normalized/stripped):
υποσκαζω
IDX:
92442
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92443
Key:
Data
{'content': 'to halt a little'}