Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀντιστρατήγησις
ἀντιστράτηγος
ἀντιστρατιώτης
ἀντιστρατοπεδεία
ἀντιστρατοπέδευσις
ἀντιστρατοπεδεύω
ἀντιστρεπτέος
ἀντίστρεπτος
ἀντιστρέφω
ἀντιστροφή
ἀντίστροφος
ἀντισύγκλητος
ἀντισυγκρίνω
ἀντισυλλογίζομαι
ἀντισυμβολέω
ἀντισυμβουλεύω
ἀντισυμμαχέομαι
ἀντισυμποσιάζω
ἀντισυναλείφω
ἀντισυναντάω
ἀντισυνάπτω
View word page
ἀντίστροφος
turned so as to face one another: correlative, coordinate, counterpart
ShortDef
turned so as to face one another: correlative, coordinate, counterpart
Debugging
Headword:
ἀντίστροφος
Headword (normalized):
ἀντίστροφος
Headword (normalized/stripped):
αντιστροφος
IDX:
9243
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9244
Key:
Data
{'content': 'turned so as to face one another: correlative, coordinate, counterpart'}