Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπόσεισμα
ὑποσείω
ὑποσελήνιος
ὑποσέληνος
ὑπόσεμνος
ὑποσευαντήρ
ὑποσήθω
ὑποσημαίνω
ὑποσημειόομαι
ὑποσημείωσις
ὑποσήπω
ὑποσιγάω
ὑποσίδηρος
ὑποσιδηρόω
ὑπόσιμος
ὑποσιμόω
ὑποσιωπάω
ὑποσιώπησις
ὑποσιωπητέον
ὑποσκάζω
ὑπόσκαιος
View word page
ὑποσήπω
cause to fester
ShortDef
cause to fester
Debugging
Headword:
ὑποσήπω
Headword (normalized):
ὑποσήπω
Headword (normalized/stripped):
υποσηπω
IDX:
92433
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92434
Key:
Data
{'content': 'cause to fester'}