Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποσακίζω
ὑποσαλεύω
ὑπόσαλος
ὑποσαλπίζω
ὑποσάνδαλος
ὑποσανίδιον
ὑπόσαπρος
ὑπόσαρκα
ὑποσαρκίδιος
ὑποσάρκιος
ὑποσαρκόω
ὑποσείραιος
ὑπόσεισμα
ὑποσείω
ὑποσελήνιος
ὑποσέληνος
ὑπόσεμνος
ὑποσευαντήρ
ὑποσήθω
ὑποσημαίνω
ὑποσημειόομαι
View word page
ὑποσαρκόω
form flesh

ShortDef

form flesh

Debugging

Headword:
ὑποσαρκόω
Headword (normalized):
ὑποσαρκόω
Headword (normalized/stripped):
υποσαρκοω
IDX:
92421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92422
Key:

Data

{'content': 'form flesh'}