Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποσαίνω
ὑποσαίρω
ὑποσακίζω
ὑποσαλεύω
ὑπόσαλος
ὑποσαλπίζω
ὑποσάνδαλος
ὑποσανίδιον
ὑπόσαπρος
ὑπόσαρκα
ὑποσαρκίδιος
ὑποσάρκιος
ὑποσαρκόω
ὑποσείραιος
ὑπόσεισμα
ὑποσείω
ὑποσελήνιος
ὑποσέληνος
ὑπόσεμνος
ὑποσευαντήρ
ὑποσήθω
View word page
ὑποσαρκίδιος
under the flesh

ShortDef

under the flesh

Debugging

Headword:
ὑποσαρκίδιος
Headword (normalized):
ὑποσαρκίδιος
Headword (normalized/stripped):
υποσαρκιδιος
IDX:
92419
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92420
Key:

Data

{'content': 'under the flesh'}