Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀντιστρατεύομαι
ἀντιστρατηγέω
ἀντιστρατήγησις
ἀντιστράτηγος
ἀντιστρατιώτης
ἀντιστρατοπεδεία
ἀντιστρατοπέδευσις
ἀντιστρατοπεδεύω
ἀντιστρεπτέος
ἀντίστρεπτος
ἀντιστρέφω
ἀντιστροφή
ἀντίστροφος
ἀντισύγκλητος
ἀντισυγκρίνω
ἀντισυλλογίζομαι
ἀντισυμβολέω
ἀντισυμβουλεύω
ἀντισυμμαχέομαι
ἀντισυμποσιάζω
ἀντισυναλείφω
View word page
ἀντιστρέφω
to turn to the opposite side
ShortDef
to turn to the opposite side
Debugging
Headword:
ἀντιστρέφω
Headword (normalized):
ἀντιστρέφω
Headword (normalized/stripped):
αντιστρεφω
IDX:
9241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9242
Key:
Data
{'content': 'to turn to the opposite side'}