Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπορχηστής
ὑπόσαθρος
ὑποσαίνω
ὑποσαίρω
ὑποσακίζω
ὑποσαλεύω
ὑπόσαλος
ὑποσαλπίζω
ὑποσάνδαλος
ὑποσανίδιον
ὑπόσαπρος
ὑπόσαρκα
ὑποσαρκίδιος
ὑποσάρκιος
ὑποσαρκόω
ὑποσείραιος
ὑπόσεισμα
ὑποσείω
ὑποσελήνιος
ὑποσέληνος
ὑπόσεμνος
View word page
ὑπόσαπρος
somewhat putrid

ShortDef

somewhat putrid

Debugging

Headword:
ὑπόσαπρος
Headword (normalized):
ὑπόσαπρος
Headword (normalized/stripped):
υποσαπρος
IDX:
92417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92418
Key:

Data

{'content': 'somewhat putrid'}