Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπορχηματικός
ὑπόρχησις
ὑπορχηστής
ὑπόσαθρος
ὑποσαίνω
ὑποσαίρω
ὑποσακίζω
ὑποσαλεύω
ὑπόσαλος
ὑποσαλπίζω
ὑποσάνδαλος
ὑποσανίδιον
ὑπόσαπρος
ὑπόσαρκα
ὑποσαρκίδιος
ὑποσάρκιος
ὑποσαρκόω
ὑποσείραιος
ὑπόσεισμα
ὑποσείω
ὑποσελήνιος
View word page
ὑποσάνδαλος
in the form of a sandal

ShortDef

in the form of a sandal

Debugging

Headword:
ὑποσάνδαλος
Headword (normalized):
ὑποσάνδαλος
Headword (normalized/stripped):
υποσανδαλος
IDX:
92415
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92416
Key:

Data

{'content': 'in the form of a sandal'}