Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπορύσσω
ὑπορχέομαι
ὑπόρχημα
ὑπορχηματικός
ὑπόρχησις
ὑπορχηστής
ὑπόσαθρος
ὑποσαίνω
ὑποσαίρω
ὑποσακίζω
ὑποσαλεύω
ὑπόσαλος
ὑποσαλπίζω
ὑποσάνδαλος
ὑποσανίδιον
ὑπόσαπρος
ὑπόσαρκα
ὑποσαρκίδιος
ὑποσάρκιος
ὑποσαρκόω
ὑποσείραιος
View word page
ὑποσαλεύω
agitate and urge on gradually
ShortDef
agitate and urge on gradually
Debugging
Headword:
ὑποσαλεύω
Headword (normalized):
ὑποσαλεύω
Headword (normalized/stripped):
υποσαλευω
IDX:
92412
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92413
Key:
Data
{'content': 'agitate and urge on gradually'}