Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπόρυξις
ὑπορύσσω
ὑπορχέομαι
ὑπόρχημα
ὑπορχηματικός
ὑπόρχησις
ὑπορχηστής
ὑπόσαθρος
ὑποσαίνω
ὑποσαίρω
ὑποσακίζω
ὑποσαλεύω
ὑπόσαλος
ὑποσαλπίζω
ὑποσάνδαλος
ὑποσανίδιον
ὑπόσαπρος
ὑπόσαρκα
ὑποσαρκίδιος
ὑποσάρκιος
ὑποσαρκόω
View word page
ὑποσακίζω
strain
ShortDef
strain
Debugging
Headword:
ὑποσακίζω
Headword (normalized):
ὑποσακίζω
Headword (normalized/stripped):
υποσακιζω
IDX:
92411
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92412
Key:
Data
{'content': 'strain'}