Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπόρυκτον
ὑπόρυξις
ὑπορύσσω
ὑπορχέομαι
ὑπόρχημα
ὑπορχηματικός
ὑπόρχησις
ὑπορχηστής
ὑπόσαθρος
ὑποσαίνω
ὑποσαίρω
ὑποσακίζω
ὑποσαλεύω
ὑπόσαλος
ὑποσαλπίζω
ὑποσάνδαλος
ὑποσανίδιον
ὑπόσαπρος
ὑπόσαρκα
ὑποσαρκίδιος
ὑποσάρκιος
View word page
ὑποσαίρω
grin a little
ShortDef
grin a little
Debugging
Headword:
ὑποσαίρω
Headword (normalized):
ὑποσαίρω
Headword (normalized/stripped):
υποσαιρω
IDX:
92410
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92411
Key:
Data
{'content': 'grin a little'}