Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπορυκτικός
ὑπόρυκτον
ὑπόρυξις
ὑπορύσσω
ὑπορχέομαι
ὑπόρχημα
ὑπορχηματικός
ὑπόρχησις
ὑπορχηστής
ὑπόσαθρος
ὑποσαίνω
ὑποσαίρω
ὑποσακίζω
ὑποσαλεύω
ὑπόσαλος
ὑποσαλπίζω
ὑποσάνδαλος
ὑποσανίδιον
ὑπόσαπρος
ὑπόσαρκα
ὑποσαρκίδιος
View word page
ὑποσαίνω
fawn

ShortDef

fawn

Debugging

Headword:
ὑποσαίνω
Headword (normalized):
ὑποσαίνω
Headword (normalized/stripped):
υποσαινω
IDX:
92409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92410
Key:

Data

{'content': 'fawn'}