Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόρυγμα
ὑπορυκτικός
ὑπόρυκτον
ὑπόρυξις
ὑπορύσσω
ὑπορχέομαι
ὑπόρχημα
ὑπορχηματικός
ὑπόρχησις
ὑπορχηστής
ὑπόσαθρος
ὑποσαίνω
ὑποσαίρω
ὑποσακίζω
ὑποσαλεύω
ὑπόσαλος
ὑποσαλπίζω
ὑποσάνδαλος
ὑποσανίδιον
ὑπόσαπρος
ὑπόσαρκα
View word page
ὑπόσαθρος
somewhat rotten

ShortDef

somewhat rotten

Debugging

Headword:
ὑπόσαθρος
Headword (normalized):
ὑπόσαθρος
Headword (normalized/stripped):
υποσαθρος
IDX:
92408
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92409
Key:

Data

{'content': 'somewhat rotten'}