Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόρρυσις
ὑπόρρυσος
ὑπορρωδέω
ὑπόρυγμα
ὑπορυκτικός
ὑπόρυκτον
ὑπόρυξις
ὑπορύσσω
ὑπορχέομαι
ὑπόρχημα
ὑπορχηματικός
ὑπόρχησις
ὑπορχηστής
ὑπόσαθρος
ὑποσαίνω
ὑποσαίρω
ὑποσακίζω
ὑποσαλεύω
ὑπόσαλος
ὑποσαλπίζω
ὑποσάνδαλος
View word page
ὑπορχηματικός
of/for a hyporchema

ShortDef

of/for a hyporchema

Debugging

Headword:
ὑπορχηματικός
Headword (normalized):
ὑπορχηματικός
Headword (normalized/stripped):
υπορχηματικος
IDX:
92405
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92406
Key:

Data

{'content': 'of/for a hyporchema'}