Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόρροος
ὑπόρρυθμος
ὑπορρυπαίνω
ὑπόρρυσις
ὑπόρρυσος
ὑπορρωδέω
ὑπόρυγμα
ὑπορυκτικός
ὑπόρυκτον
ὑπόρυξις
ὑπορύσσω
ὑπορχέομαι
ὑπόρχημα
ὑπορχηματικός
ὑπόρχησις
ὑπορχηστής
ὑπόσαθρος
ὑποσαίνω
ὑποσαίρω
ὑποσακίζω
ὑποσαλεύω
View word page
ὑπορύσσω
to dig under, undermine

ShortDef

to dig under, undermine

Debugging

Headword:
ὑπορύσσω
Headword (normalized):
ὑπορύσσω
Headword (normalized/stripped):
υπορυσσω
IDX:
92402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92403
Key:

Data

{'content': 'to dig under, undermine'}