Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπορρίπτω
ὑπορροιζέω
ὑπόρροος
ὑπόρρυθμος
ὑπορρυπαίνω
ὑπόρρυσις
ὑπόρρυσος
ὑπορρωδέω
ὑπόρυγμα
ὑπορυκτικός
ὑπόρυκτον
ὑπόρυξις
ὑπορύσσω
ὑπορχέομαι
ὑπόρχημα
ὑπορχηματικός
ὑπόρχησις
ὑπορχηστής
ὑπόσαθρος
ὑποσαίνω
ὑποσαίρω
View word page
ὑπόρυκτον
funeral vault

ShortDef

funeral vault

Debugging

Headword:
ὑπόρυκτον
Headword (normalized):
ὑπόρυκτον
Headword (normalized/stripped):
υπορυκτον
IDX:
92400
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92401
Key:

Data

{'content': 'funeral vault'}