Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπορριπίζω
ὑπορρίπτω
ὑπορροιζέω
ὑπόρροος
ὑπόρρυθμος
ὑπορρυπαίνω
ὑπόρρυσις
ὑπόρρυσος
ὑπορρωδέω
ὑπόρυγμα
ὑπορυκτικός
ὑπόρυκτον
ὑπόρυξις
ὑπορύσσω
ὑπορχέομαι
ὑπόρχημα
ὑπορχηματικός
ὑπόρχησις
ὑπορχηστής
ὑπόσαθρος
ὑποσαίνω
View word page
ὑπορυκτικός
of/for mining

ShortDef

of/for mining

Debugging

Headword:
ὑπορυκτικός
Headword (normalized):
ὑπορυκτικός
Headword (normalized/stripped):
υπορυκτικος
IDX:
92399
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92400
Key:

Data

{'content': 'of/for mining'}