Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντιστοπέννυμλ
ἀντιστοχαστικός
ἀντιστρατεύομαι
ἀντιστρατηγέω
ἀντιστρατήγησις
ἀντιστράτηγος
ἀντιστρατιώτης
ἀντιστρατοπεδεία
ἀντιστρατοπέδευσις
ἀντιστρατοπεδεύω
ἀντιστρεπτέος
ἀντίστρεπτος
ἀντιστρέφω
ἀντιστροφή
ἀντίστροφος
ἀντισύγκλητος
ἀντισυγκρίνω
ἀντισυλλογίζομαι
ἀντισυμβολέω
ἀντισυμβουλεύω
ἀντισυμμαχέομαι
View word page
ἀντιστρεπτέος
to be converted

ShortDef

to be converted

Debugging

Headword:
ἀντιστρεπτέος
Headword (normalized):
ἀντιστρεπτέος
Headword (normalized/stripped):
αντιστρεπτεος
IDX:
9239
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9240
Key:

Data

{'content': 'to be converted'}