Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπόρρινος
ὑπορριπίζω
ὑπορρίπτω
ὑπορροιζέω
ὑπόρροος
ὑπόρρυθμος
ὑπορρυπαίνω
ὑπόρρυσις
ὑπόρρυσος
ὑπορρωδέω
ὑπόρυγμα
ὑπορυκτικός
ὑπόρυκτον
ὑπόρυξις
ὑπορύσσω
ὑπορχέομαι
ὑπόρχημα
ὑπορχηματικός
ὑπόρχησις
ὑπορχηστής
ὑπόσαθρος
View word page
ὑπόρυγμα
hole dug underneath, mine
ShortDef
hole dug underneath, mine
Debugging
Headword:
ὑπόρυγμα
Headword (normalized):
ὑπόρυγμα
Headword (normalized/stripped):
υπορυγμα
IDX:
92398
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92399
Key:
Data
{'content': 'hole dug underneath, mine'}