Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπορρίνιον
ὑπόρρινος
ὑπορριπίζω
ὑπορρίπτω
ὑπορροιζέω
ὑπόρροος
ὑπόρρυθμος
ὑπορρυπαίνω
ὑπόρρυσις
ὑπόρρυσος
ὑπορρωδέω
ὑπόρυγμα
ὑπορυκτικός
ὑπόρυκτον
ὑπόρυξις
ὑπορύσσω
ὑπορχέομαι
ὑπόρχημα
ὑπορχηματικός
ὑπόρχησις
ὑπορχηστής
View word page
ὑπορρωδέω
to be a little afraid of

ShortDef

to be a little afraid of

Debugging

Headword:
ὑπορρωδέω
Headword (normalized):
ὑπορρωδέω
Headword (normalized/stripped):
υπορρωδεω
IDX:
92397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92398
Key:

Data

{'content': 'to be a little afraid of'}