Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόρριζος
ὑπορρίνιον
ὑπόρρινος
ὑπορριπίζω
ὑπορρίπτω
ὑπορροιζέω
ὑπόρροος
ὑπόρρυθμος
ὑπορρυπαίνω
ὑπόρρυσις
ὑπόρρυσος
ὑπορρωδέω
ὑπόρυγμα
ὑπορυκτικός
ὑπόρυκτον
ὑπόρυξις
ὑπορύσσω
ὑπορχέομαι
ὑπόρχημα
ὑπορχηματικός
ὑπόρχησις
View word page
ὑπόρρυσος
rather wrinkled

ShortDef

rather wrinkled

Debugging

Headword:
ὑπόρρυσος
Headword (normalized):
ὑπόρρυσος
Headword (normalized/stripped):
υπορρυσος
IDX:
92396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92397
Key:

Data

{'content': 'rather wrinkled'}