Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπορρήγνυμι
ὑπόρρηνος
ὑπόρριζος
ὑπορρίνιον
ὑπόρρινος
ὑπορριπίζω
ὑπορρίπτω
ὑπορροιζέω
ὑπόρροος
ὑπόρρυθμος
ὑπορρυπαίνω
ὑπόρρυσις
ὑπόρρυσος
ὑπορρωδέω
ὑπόρυγμα
ὑπορυκτικός
ὑπόρυκτον
ὑπόρυξις
ὑπορύσσω
ὑπορχέομαι
ὑπόρχημα
View word page
ὑπορρυπαίνω
tarnish
ShortDef
tarnish
Debugging
Headword:
ὑπορρυπαίνω
Headword (normalized):
ὑπορρυπαίνω
Headword (normalized/stripped):
υπορρυπαινω
IDX:
92394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92395
Key:
Data
{'content': 'tarnish'}