Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπορρέω
ὑπορρήγνυμι
ὑπόρρηνος
ὑπόρριζος
ὑπορρίνιον
ὑπόρρινος
ὑπορριπίζω
ὑπορρίπτω
ὑπορροιζέω
ὑπόρροος
ὑπόρρυθμος
ὑπορρυπαίνω
ὑπόρρυσις
ὑπόρρυσος
ὑπορρωδέω
ὑπόρυγμα
ὑπορυκτικός
ὑπόρυκτον
ὑπόρυξις
ὑπορύσσω
ὑπορχέομαι
View word page
ὑπόρρυθμος
of right measure

ShortDef

of right measure

Debugging

Headword:
ὑπόρρυθμος
Headword (normalized):
ὑπόρρυθμος
Headword (normalized/stripped):
υπορρυθμος
IDX:
92393
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92394
Key:

Data

{'content': 'of right measure'}