Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπορραχίς
ὑπορρέω
ὑπορρήγνυμι
ὑπόρρηνος
ὑπόρριζος
ὑπορρίνιον
ὑπόρρινος
ὑπορριπίζω
ὑπορρίπτω
ὑπορροιζέω
ὑπόρροος
ὑπόρρυθμος
ὑπορρυπαίνω
ὑπόρρυσις
ὑπόρρυσος
ὑπορρωδέω
ὑπόρυγμα
ὑπορυκτικός
ὑπόρυκτον
ὑπόρυξις
ὑπορύσσω
View word page
ὑπόρροος
runnel

ShortDef

runnel

Debugging

Headword:
ὑπόρροος
Headword (normalized):
ὑπόρροος
Headword (normalized/stripped):
υπορροος
IDX:
92392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92393
Key:

Data

{'content': 'runnel'}