Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπόρραφος
ὑπορραχίς
ὑπορρέω
ὑπορρήγνυμι
ὑπόρρηνος
ὑπόρριζος
ὑπορρίνιον
ὑπόρρινος
ὑπορριπίζω
ὑπορρίπτω
ὑπορροιζέω
ὑπόρροος
ὑπόρρυθμος
ὑπορρυπαίνω
ὑπόρρυσις
ὑπόρρυσος
ὑπορρωδέω
ὑπόρυγμα
ὑπορυκτικός
ὑπόρυκτον
ὑπόρυξις
View word page
ὑπορροιζέω
whirr
ShortDef
whirr
Debugging
Headword:
ὑπορροιζέω
Headword (normalized):
ὑπορροιζέω
Headword (normalized/stripped):
υπορροιζεω
IDX:
92391
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92392
Key:
Data
{'content': 'whirr'}