Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπορραφή
ὑπόρραφος
ὑπορραχίς
ὑπορρέω
ὑπορρήγνυμι
ὑπόρρηνος
ὑπόρριζος
ὑπορρίνιον
ὑπόρρινος
ὑπορριπίζω
ὑπορρίπτω
ὑπορροιζέω
ὑπόρροος
ὑπόρρυθμος
ὑπορρυπαίνω
ὑπόρρυσις
ὑπόρρυσος
ὑπορρωδέω
ὑπόρυγμα
ὑπορυκτικός
ὑπόρυκτον
View word page
ὑπορρίπτω
to throw under

ShortDef

to throw under

Debugging

Headword:
ὑπορρίπτω
Headword (normalized):
ὑπορρίπτω
Headword (normalized/stripped):
υπορριπτω
IDX:
92390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92391
Key:

Data

{'content': 'to throw under'}