Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντίστομος
ἀντιστοπέννυμλ
ἀντιστοχαστικός
ἀντιστρατεύομαι
ἀντιστρατηγέω
ἀντιστρατήγησις
ἀντιστράτηγος
ἀντιστρατιώτης
ἀντιστρατοπεδεία
ἀντιστρατοπέδευσις
ἀντιστρατοπεδεύω
ἀντιστρεπτέος
ἀντίστρεπτος
ἀντιστρέφω
ἀντιστροφή
ἀντίστροφος
ἀντισύγκλητος
ἀντισυγκρίνω
ἀντισυλλογίζομαι
ἀντισυμβολέω
ἀντισυμβουλεύω
View word page
ἀντιστρατοπεδεύω
to encamp over against

ShortDef

to encamp over against

Debugging

Headword:
ἀντιστρατοπεδεύω
Headword (normalized):
ἀντιστρατοπεδεύω
Headword (normalized/stripped):
αντιστρατοπεδευω
IDX:
9238
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9239
Key:

Data

{'content': 'to encamp over against'}