Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόροφος
ὑπόρραιβος
ὑπορραπίζω
ὑπορράπτω
ὑπορραφή
ὑπόρραφος
ὑπορραχίς
ὑπορρέω
ὑπορρήγνυμι
ὑπόρρηνος
ὑπόρριζος
ὑπορρίνιον
ὑπόρρινος
ὑπορριπίζω
ὑπορρίπτω
ὑπορροιζέω
ὑπόρροος
ὑπόρρυθμος
ὑπορρυπαίνω
ὑπόρρυσις
ὑπόρρυσος
View word page
ὑπόρριζος
under

ShortDef

under

Debugging

Headword:
ὑπόρριζος
Headword (normalized):
ὑπόρριζος
Headword (normalized/stripped):
υπορριζος
IDX:
92386
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92387
Key:

Data

{'content': 'under'}