Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόρθωσις
ὑπόρνυμι
ὑπόροφος
ὑπόρραιβος
ὑπορραπίζω
ὑπορράπτω
ὑπορραφή
ὑπόρραφος
ὑπορραχίς
ὑπορρέω
ὑπορρήγνυμι
ὑπόρρηνος
ὑπόρριζος
ὑπορρίνιον
ὑπόρρινος
ὑπορριπίζω
ὑπορρίπτω
ὑπορροιζέω
ὑπόρροος
ὑπόρρυθμος
ὑπορρυπαίνω
View word page
ὑπορρήγνυμι
to make to burst downwards

ShortDef

to make to burst downwards

Debugging

Headword:
ὑπορρήγνυμι
Headword (normalized):
ὑπορρήγνυμι
Headword (normalized/stripped):
υπορρηγνυμι
IDX:
92384
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92385
Key:

Data

{'content': 'to make to burst downwards'}