Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπορέμβομαι
ὕπορθος
ὑπορθόω
ὑπόρθριος
ὑπόρθωμα
ὑπόρθωσις
ὑπόρνυμι
ὑπόροφος
ὑπόρραιβος
ὑπορραπίζω
ὑπορράπτω
ὑπορραφή
ὑπόρραφος
ὑπορραχίς
ὑπορρέω
ὑπορρήγνυμι
ὑπόρρηνος
ὑπόρριζος
ὑπορρίνιον
ὑπόρρινος
ὑπορριπίζω
View word page
ὑπορράπτω
to stitch underneath

ShortDef

to stitch underneath

Debugging

Headword:
ὑπορράπτω
Headword (normalized):
ὑπορράπτω
Headword (normalized/stripped):
υπορραπτω
IDX:
92379
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92380
Key:

Data

{'content': 'to stitch underneath'}