Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποργάζω
ὑπορέγχω
ὑπορέμβομαι
ὕπορθος
ὑπορθόω
ὑπόρθριος
ὑπόρθωμα
ὑπόρθωσις
ὑπόρνυμι
ὑπόροφος
ὑπόρραιβος
ὑπορραπίζω
ὑπορράπτω
ὑπορραφή
ὑπόρραφος
ὑπορραχίς
ὑπορρέω
ὑπορρήγνυμι
ὑπόρρηνος
ὑπόρριζος
ὑπορρίνιον
View word page
ὑπόρραιβος
somewhat crooked

ShortDef

somewhat crooked

Debugging

Headword:
ὑπόρραιβος
Headword (normalized):
ὑπόρραιβος
Headword (normalized/stripped):
υπορραιβος
IDX:
92377
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92378
Key:

Data

{'content': 'somewhat crooked'}