Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπόπωλος
ὑποράβδωσις
ὑποργάζω
ὑπορέγχω
ὑπορέμβομαι
ὕπορθος
ὑπορθόω
ὑπόρθριος
ὑπόρθωμα
ὑπόρθωσις
ὑπόρνυμι
ὑπόροφος
ὑπόρραιβος
ὑπορραπίζω
ὑπορράπτω
ὑπορραφή
ὑπόρραφος
ὑπορραχίς
ὑπορρέω
ὑπορρήγνυμι
ὑπόρρηνος
View word page
ὑπόρνυμι
to rouse secretly
ShortDef
to rouse secretly
Debugging
Headword:
ὑπόρνυμι
Headword (normalized):
ὑπόρνυμι
Headword (normalized/stripped):
υπορνυμι
IDX:
92375
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92376
Key:
Data
{'content': 'to rouse secretly'}