Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποπύρωπος
ὑπόπωλος
ὑποράβδωσις
ὑποργάζω
ὑπορέγχω
ὑπορέμβομαι
ὕπορθος
ὑπορθόω
ὑπόρθριος
ὑπόρθωμα
ὑπόρθωσις
ὑπόρνυμι
ὑπόροφος
ὑπόρραιβος
ὑπορραπίζω
ὑπορράπτω
ὑπορραφή
ὑπόρραφος
ὑπορραχίς
ὑπορρέω
ὑπορρήγνυμι
View word page
ὑπόρθωσις
renewal
ShortDef
renewal
Debugging
Headword:
ὑπόρθωσις
Headword (normalized):
ὑπόρθωσις
Headword (normalized/stripped):
υπορθωσις
IDX:
92374
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92375
Key:
Data
{'content': 'renewal'}