Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόπυρος
ὑποπυρρίζω
ὑπόπυρρος
ὑποπύρωπος
ὑπόπωλος
ὑποράβδωσις
ὑποργάζω
ὑπορέγχω
ὑπορέμβομαι
ὕπορθος
ὑπορθόω
ὑπόρθριος
ὑπόρθωμα
ὑπόρθωσις
ὑπόρνυμι
ὑπόροφος
ὑπόρραιβος
ὑπορραπίζω
ὑπορράπτω
ὑπορραφή
ὑπόρραφος
View word page
ὑπορθόω
prop up, support

ShortDef

prop up, support

Debugging

Headword:
ὑπορθόω
Headword (normalized):
ὑπορθόω
Headword (normalized/stripped):
υπορθοω
IDX:
92371
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92372
Key:

Data

{'content': 'prop up, support'}